πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… … Dictionary of Greek
υπτιώ — (I) άω, Α [ὕπτιος] (ποιητ. τ.) υπτιάζω. (II) όω, ΜΑ [ὕπτιος] μσν. μτφ. επαίρομαι, κομπάζω αρχ. 1. (μτβ.) υπτιάζω 2. (για τόπο) έχω ομαλή κλίση 3. παθ. ὑπτιοῡμαι, όομαι α) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ὑπτιοῡτο σκάφη νεῶν», Αισχύλ.) β) μτφ.… … Dictionary of Greek
αναποδογυρίζω — αναποδογυρίζω, αναποδογύρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζομαι : με την έννοια γυρίζω κάτι ή γυρίζω ο ίδιος ανάποδα, ανατρέπω ή ανατρέπομαι. Σπάνια χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή, με την έννοια με αναποδογύρισε κάποιος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής